ἀνεμοφουσκωμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοφουσκωμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμοφουσκωμένος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 40
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεμος καὶ τοῦ φουσκωμένος μετοχ. τοῦ ρ. φουσκώνω.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἐγκολπούμενος : Ποίημ. Οἱ πέπλοι του ἀνεμίζονται ἀνεμοφουσκωμένοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA