ἀνεμόχολον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμόχολον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνεμόχολον τό, Χίος άνεμόχολο Ἤπ. Παρ. Χίος κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,138 ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 70 ἀναμόχαλον Χίος ἀνεμόχαλο Λεξ. Βλαστ. ἀνεμόχολος ὁ, Εὔβ (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. (Μύρθ) Σῦρ. κ.ἀ. ἀνεμόχαλος ΠΒλαστοῦ ᾿Αργ. 336

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ χολή. Τὸ ἀρς. ἀνεμόχολος κατὰ τὸ συνών. ἀνεμοστρόβιλος.

Σημασιολογία

1) Οἱονεὶ ἡ τοῦ ἀνέμου χολή, ὀργή, ἤτοι ἰσχυρὸς ἄνεμος, θύελλα, ἀνεμοστρόβιλος Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Κρήτ.- (Μύρθ.) -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. : Τ᾽ ἀνεμόχολο παράσυρε τὸ σπίτι Ἤπ. Σηκώθηκε κ᾿ ἕν᾽ ἀνεμόχολο δυνατὸ ξάφνου ποῦ τύλιξε μεσουρανῆς τόν κορνιˬαχτό ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ἀν. Οἱ χωριˬάτες προχωροῦσαν ὄξω ἀπὸ τὸ χωριˬό μ᾿ ἀλαλητὸ σὰν κοπάδι ἀπ᾽ ἀγριοπούλλιˬα ποῦ τ’ ἀπάντησε ἀνεμόχολο ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμικός Β1. 2) Νεφέλη χρώματος πρασίνου λαμπροῦ φαινομένη εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ προαγγέλλουσα ἀνεμοστρόβιλον Παρ. Σῦρ. 3) Ὁ περὶ τὸν ἥλιον κύκλος φαινόμενος ἐνίοτε περὶ τὴν δύσιν του καὶ προμηνύων σφοδρὸν ἄνεμον Χίος-ΠΒλαστοῦ ᾿Αργ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/