ἀνεμοχτάποδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμοχτάποδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνεμοχτάποδο τό, Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνεμος καὶ χταπόδι.
Σημασιολογία
Εἶδος ὀκτάποδος ζῶντος εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης (ὀνομασθέντος οὕτω πιθανῶς ἕνεκα τῆς κακῆς ποιότητός του. Πβ. ἀνεμο- 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA