ἀνεμπάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεμπάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεμπάλιστος ἐπίθ. ἀνεμπάλιγος Πόντ. (Σάντ.) ἀμπάλιστος Ποντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ καὶ. τοῦ ἐπιθ. *ἐμπαλιστός < ἐμπαλίζω, παρ’ ὃ καὶ μπαλίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐπιδιωρθωμένος, ἐπὶ ἐνδύματος: Λώματα ἀνεμπάλιγα. Συνών. ἀμπάλωτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA