ἀνέμπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέμπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέμπιστος ἐπίθ. ΜΜαλακάσ. ’Ασφόδ. 110­Λεξ. Δημητρ. ἀνέμπιστους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ καὶ τοῦ ἐπιθ. ἔμπιστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην εἰς τοὺς ἄλλους, φιλύποπτος, δύσπιστος ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τί κιˬ ἂν ἀργά, φτωχὰ πουλλιˬά, σᾶς λύθηκαν τὰ μάγιˬα κιˬ ἀνέμπιστα τὰ μάτιˬα σας παίζουν λοξὰ καὶ πλάγιˬα; ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ἀν. ᾿Αντίθ. ἀνέννο͜ιος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/