ἀνεμώδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεμώδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνεμώδικος ἐπίθ. Σέριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀνεμώδης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ικος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐκτεθειμένος εἰς τοὺς ἀνέμους: Ἐπά εἶναι ἀνεμώδικος πολὺ ὁ τόπος. 2) Ὁ προμηνύων ἄνεμον (θὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς τὸν πλήρη ἀνέμου): Τὸ νεˬό φεgάρι, ἅμα εἶναι δίπλα, εἶναι ἆνεμώδικο. Συνών. ἀερᾶτος 1, ἀνεμικός Α1

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/