ἀνέννο͜ια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέννο͜ια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνέννο͜ια ἑπίρρ. ἐνιαχ. ἀνένν Πόντ. (Σάντ) ἀνέννο͜ιας Κύπρ. ἀνεννο͜ιας Κύπρ. ἀνέγνο͜ια Θήρ. Κάρπ. Κύπρ. Λεξ. Δημητρ. ἀνέγνο͜ιας Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνέννο͜ιος. Τὸ ἀνέγνο͜ια καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1962 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «νὰ μὴν ἀνιθιβολευτῇ κι ἀνέγνοια νὰ ᾽πομείνῃ».
Σημασιολογία
Χωρὶς φροντίδα, ἀμερίμνως ἔνθ’ ἀν. : Κάθεταιτοιμᾶται ἀνέγνο͜ια ἢ ἀνέννο͜ιας ἢ ἀνεννο͜ιας Κύπρ. Κοιμᾶται ἀνέγνο͜ια Θήρ. Ἀνέγνο͜ια κάθομαι καὶ πότε δὰ στέσω τὸ φαεῖ μου ! (δὰ = θὰ) Κρήτ. ǁ ᾊσμ. Μάννα, τιˬ ἂν εἶσαι μάννα μου τ’ εἶντα φυλὴ λοᾶσαι, ἐγὼ ἐκατακόπηκα τ’ ἐσοὺ ἀνέννο͜ιας τοιμᾶσαι Κύπρ. Ἀνέγνο͜ια τρών καί πίνουνε κιˬ ἀνέγνο͜ια ξεφαντώνουν Λεξ. Δημητρ. Ἡ Παναγία κάετον ἀνέγνο͜ια ᾿ς τὸ θρονίν της τοὶς προσευκὲς γιˬάατζε καί τό χαρτὶν ἐκράει (γιˬάατζεε=διάβαζε, ἐκράει = ἐκράτει) Κάρπ. Συνῴν. ἀμέριμνα, ἄνο͜ιαστα, ξένο͜ιαστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA