ἀνέννο͜ιος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέννο͜ιος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέννο͜ιος ἐπίθ. Λερ Κύπρ Ροδ Συμ ἀνέννο͜ιους Λεσβ ἄνεννο͜ιος Κύπρ. Μεγιστ ἄνεννο͜ιας Κύπρ. ἀνέγνο͜ιος Θήρ. Καρπ Κρήτ. κ. ἀ.­Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. ἔννο͜ια. Τὸ ἀνέγνο͜ιος καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Β 811 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ἀνέγνοιος ἐκοιμούντονε τὸ δεῖπνο νὰ χωνέψῃ».

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φροντίζων περί τινος, ἄφροντις ἔνθ’ ἀν.: Ἀνέννο͜ιος κάθεται Ρόδ. Φαίνεται πολὺ ἀνέννο͜ιος γιˬ’ αὐτήν τήν γουλε͜ιὰν ­γιὰ παντρειὰν Κύπρ. Ἀνέγνο͜ιος εἶναι καὶ πρέπει πῶς δὲν ἔμαθε πῶς πο’θανε τὸ παιδί dου Κρήτ. ᾿Ανέγνο͜ιος κοιμᾶται αὐτοῦ Ἦρθε τὸ πρᾶμα ξαφνικὰ κ᾿ ἦσαν ὅλοι ἀνέγνω αὐτοθ. Ὁ δεῖνα ἔν᾿ ἄνεννο͜ιας, τρώει ταὶ πίνει Κύπρ. Συνών. ἀδιˬανόητος, ἀμέριμνος, ἄνο͜ιαστος, ξένοιαστος. 2) Ὁ μὴ ὑποψιαζόμενός τι, ἀνύποπτος Κρήτ.­Λεξ. Δημητρ.: Ἐκεῖ ποὺ ἀνέγνο͜ιος πήγαινε τόν εὑρῆκε καί γιˬά τὸν ἐσκότωσε Κρήτ. Ἀντίθ. ἀνέμπιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/