ἀνεντρανιστικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεντρανιστικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεντρανιστικά ἡ, ἀνεdρανιστικά Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνεντρανιστικός.

Σημασιολογία

1) Μὲ ὑψωμένην τὴν κεφαλήν, θαραλέως: Ἀνεdρανιστικά πρπατεῖ. 2.) Ζωηρῶς : Βοήθα λιγάκι ἀνεdρανιστικά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/