ἀνεξάντλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεξάντλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεξάντλητος ἐπίθ. λογ. σύνηθ. ἀνεξάγκλητος Κύθηρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνεξάντλητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐξαντλούμενος ἔνθ᾽ ἀν. : Ἔχει βίος ἀνεξάγκλητο Κύθηρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA