ἀνεπίδαρτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεπίδαρτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεπίδαρτος ἐπίθ. ἀπίδιρτους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἐπιδαρτὸς < ἐπιδέρνω, παρ’ ὃ καὶ π᾿δείρου.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δαρθείς, ὁ μὴ τιναχθεὶς διὰ ραβδισμῶν, ἐπὶ τῶν ἐλαιῶν: Ἡ ἰλαιὰ εἶνι ἀπίδιρτ’. Συνών. ἀτίναχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA