ἀνεράσκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεράσκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνεράσκομαι, ᾽νεράσκομαι Πόντ. (Κερασ.) ᾽νεράσκουμαι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ’νερσκομαι Πόντ. (Κοτύωρ.) ᾿νερσκουμαι Πόντ. (Ἀργυρόπ. Τραπ. Χαλδ.) ἐρνσκουμαι Πόντ. (Κολων.) ὀρνσκομαι Πόντ. (Κολων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἐράσκομαι. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ᾿΄Ανθ.Παπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918 / 20) 130.
Σημασιολογία
Ἀποστρέφομαι, ἀηδιάζω, βδελύττομαι, ἐπὶ πραγμάτων ἔνθ’ ἀν. : ᾿Νερσκομαι νὰ τρώγω ἀβοῦτο τὸ φαγεῖν Κοτυωρ. ’Ενερστα τὸ κρέας Χαλδ. Ἐνερστεν τό παιδίν ἀτ’ καὶ ᾿κὶ θέλ’ νὰ ἐλέπ’ το (ἐλέπει ἀτο) Τραπ. Χαλδ. || Παροιμ. Ἀσ’ τὸν Γεˬώριν ἐνεράστα καὶ τὸν ἁγι-Γεˬώριν (διὰ τὸν Γεˬώργιν ἐμίσησα καὶ τὸν ἅγι-Γεˬώργι. Πολλάκις ἕνεκά τινος ἀποστρεφόμεθα καὶ συγγενῆ ἢ φίλον του) Κερασ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA