ἀνεργία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεργία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνεργία ἡ, Καρπ ἀναργίος ὁ, Πόντ. (Οἰν.) ἀναρίος Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄνεργος.
Σημασιολογία
1) Ἡμέρα ἑορτῆς Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) Ζ) Ἡ τῶν μελισσῶν ἀκαταστασία ἕνεκα τῆς ἀπωλείας τῆς βασιλίσσης, ὅτε ὁ μελισσοκόμος προσθέτει εἰς τὴν κυψέλην ἄλλο σμῆνος μετὰ βασιλίσσης Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA