ἀνερυγία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνερυγία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνερυγία ἡ, ἀναραγία Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) ἀναραγίας ὁ, Εὔβ. (Κονίστρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ μεσν. οὐσ. ἐρυγή.
Σημασιολογία
1) Τάσις πρὸς ἐμετὸν Εὔβ (’Οξύλιθ.) : Μ ’ ἔπιˬασε ἀναραγία. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀνακέρωμα. 2) Στομαχική τις τάσις πρὸς ἐντόνους ἐρυγὰς Εὔβ. Κονίστρ.: Ἅμα πιˬοῦ κρασὶ ὕστερα ἀπὸ σταφύλι, μὲ πιˬάνει ἀναραγίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA