ἄνεσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνεσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἄνεσι ἡ, κοιν. καὶ Πόντ (Τραπ. Χαλδ.) ἄνεσ’ βόρ. ἰδιώμ. ἄνασι Πόντ. (’Αμισ. Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ ἄνεσις.
Σημασιολογία
1) Ἀνάπαυσις, ἡσυχία κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Βρίσκω -- ἔχω ἄνεσι. Ζῶ μἐ ἄνεσι (ἀνέτως) κοιν. Δὲν ἔχω ἄνεσι ἀπὸ τὸν δεῖνα (δὲν μ’ ἀφίνει νὰ ἡσυχάσω, διαρκῶς μὲ ἐνοχλεῖ) πολλαχ. ᾿Εν εἶδεν σήμερον ἆνεσι Σύμ. Συνών. ἀναπαὴ 1, ἀνάπαμα, ἀναπαμός 1, ἀνάπαψι 1, ἀνάσασι 2, ἀνασοή. 2) ᾿Αναπνοὴ σύνηθ. καὶ Πόντ (Ἀμισ. Οἰν.): Παίρνω ἄνεσι (ἀναπνέω). Κρατῶ τὴν ἄνεσι. || Φρ. Δὲ μπορῶ νὰ πάρω ἆνεσι (νὰ συνέλθω ἐκ τοῦ μόχθου, νὰ παύσω ἐργαζόμενος ἢ κινούμενος, νὰ άναπαυθῶ) σύνηθ. Παίρνω ἄνεσι (κάμνω βαθεῖαν εἰσπνοὴν μέλλων νὰ βυθισθῶ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ μείνω πολὺ ὑπὸ τὸ ὕδωρ) Σῦρ (Ἐρμούπ.) Βαστᾷ πολλὴν ἄνεσι ἢ ᾽έν ἔχει ἄνεσι (δύναται ἢ δὲν δύναται νὰ μείνῃ πολὺ ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης) Σύμ. Βγαίνω ᾿ς τὴν ἄνεσι (εἰς τὸν διαγωνισμὸν τίς θὰ μείνῃ περισσότερον χρόνον ὑπὸ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἢ θὰ διανύσῃ μεγαλύτερον διάστημα κολυμβῶν ὑποβρυχίως) Μεγίστ. Μὲ μιˬὰν ἄνεσιν (ἀπνευστὶ) αὐτόθ. Πβ. ἀνάσα, ἄνεσι, ἀνέσιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA