ἀνέσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνέσι τό, Εὔβ - ΜΛελέκ. ᾿Επιδόρπ. 15
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνεσι.
Σημασιολογία
Ἀνάπαυσις, ἡσυχία: Μὲ τ᾿ ἀνέσιˬα τρώει Εὔβ || ᾎσμ. Κυρά μου, κάν᾽ ἀπομονή, | κυρά μου, κάν’ ἀνέσι ΜΛελέκ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA