ἀνέσιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνέσιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνέσιˬα ἡ, ᾿΄Ηπ. Θρᾴκ. Μακεδ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) ἀνεσιˬά Πάρ. (Λεῦκ.) ἀναιˬὰ Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀνάχιˬα Πελοπν. (Λάκων.) ’νέσιˬα Μακεδ. ἀνέσιˬο τό, Εὔβ (Αὐλωνάρ.) ἀνέσιˬου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀνέσο Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ άρχ. οὐσ. ἀνεσία.
Σημασιολογία
1) Ἄνεσις, ἡσυχία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Στρόπον.) Ἤπ. Θρᾴκ. Μακεδ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.): Ἔκατσε μὲ τὴν ἀνέσιˬα του κ’ ἔφαγε Βούρβουρ. Ἔκαμα τό φαγεῖ μὲ τὴν ἀνέσιιˬα Θρᾴκ. ᾿Εγὼ ἠτρώα κ᾽ ἐσὺ ἦρθες καὶ μοῦ χάλασε τ᾿ν ἀνεσιˬά μ’ (ἡτρώα = ἔτρωγα) Λεῦκ. Μὲ τὸ ἀνέσιˬο του ἔρκεται Αὐλωνάρ. Φάι μὶ τ’ ἀνέσιˬου σ᾿, δὲ σί τρέ’νι Στρόπον. Δὲ μ’ ἄφ’σε νὰ πάρου ἀνέσο Σκῦρ. || ᾎσμ. Τρεῖς ἀλαφῖνις τοὺ τραυοῦν κ’ οἱ τρεῖς καλλιˬαντρουμένις, ἡ μιˬὰ τραυάει μὶ τὴν ἀντρὰ κ᾽ ἢ ἄ᾽ μὶ τὴν ἀνέσιˬα Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ αρχ. Πβ. Βεκκ. ᾿Ανέκδ. 395,27 «ἀνεσίαν, τὴν ἄνεσιν καὶ τὴν ἄδειαν. Κρατῖνος ἐν Βουκόλοις». β) Ἐπιρρηματ., ἐν άνέσει, ἡσύχως ᾿΄Ηπ. Μακεδ. Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.): Πάινα ᾽ς τοὺ δρόμου ᾿νέσιˬα ᾽νέσιˬα Μακεδ. ᾊσμ. Σιγαλά, παιδιˬά, κιˬ ἀνέσιˬα, | μὴ στραβένετε τά φέσιˬα Λάστ. Ξουράφι μου ἀλεφαντινό κιˬ ἀκόνι ἀπὸ τὴν Πόλι, ἀνέσιˬα ἀνέσιˬα νὰ διˬαβῇς, τρίχα νὰ μὴ τοῦ κόψῃς Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διγεν. Ἀκρίτ. ἐν Λαογραφ. 3,576 στ. 795 «ἐπῆγεν καὶ ἐπέζευσεν κάτω καὶ ἀνέσια ἐσύντυχεν | τὸν πρωτοστράτορά του». Συνών. ἀγάληˬα, ἀπαγάληˬα, σιγά, σιγανά. 2) Ἀναπνοὴ Μακεδ. (Καταφύγ.) Πβ. ἀνάσα, ἄνεσι, ἀνέσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA