ἀνετὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνετὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνετὴ ἡ, Κάλυμν. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ άρχ. ἐπιθ. ἄνετος.
Σημασιολογία
1) Ἄδεια, εὐκαιρία Νίσυρ. - Λεξ. Δημητρ. : Σὰν ἔχω ἀνετή, θά ’ρθω νὰ σὲ βοηθήσω ’ς τὸν τρύγο Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ μέρος τοῦ φούρνου, τὸ ὁποῖον καθαριζόμενον ἐκ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς τέφρας χρησιμοποιεῖται πρὸς ἕψησιν τῶν ἄρτων (δηλ. μέρος ἀπηλλαγμένον, ἐλεύθερον, ἄνετον) Καλυμν 3) Ὁ παρὰ τὸ στόμιον τοῦ φούρνου λακκίσκος, εἰς τὸν ὁποῖον άποτίθενται οἱ ἐξαγόμενοι ἀνθρακες καὶ ἡ τέφρα Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. 4) Ὁ σωρὸς τῶν ἀνημμένων ἀνθράκων τῶν ἐξαχθέντων ἐκ τοῦ φοὐρνου καὶ συσσωρευθέντων παρὰ τὸ στόμιόν του Ρόδ.: Μὴ βάλῃς τά ψωμιˬά κοντὰ ᾽ς τὴν ἀνετὴ τοῦ φούρνου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA