ἀνετοίμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνετοίμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνετοίμαστος ἐπίθ. πολλαχ καὶ Πόντ (Τραπ.) ἀτοίμαστος Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) - Λεξ. Γαζ. (λ. ἀσταλής, ἄστολος) ἀτοίμαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανοὐπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ἕτοιμαστός < ἓτοιμάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἑτοιμασθείς, ἀπαράσκευος ἔνθ᾽ ἀν. : Εἶμαι ἀνετοίμαστος. Ἀνετοίμαστη δουλε͜ιά πολλαχ. Οὕλ’ ἑτοιμάσταν κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ἀκόμαν ἀτοίμαστος Κερασ. Συνών. ἀνέτοιμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA