ἄνευ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄνευ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Πρόθεση

Τυπολογία

ἄνευ πρόθ. ἀμάρτ. ἀνεὺ Πόντ. (Σάντ) ἄνευα Πόντ. Προπ. (Ἀρτάκ.) ἄναυα Λέσβ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) ἄναυαν Πόντ. (Οἰν.) αὔαναν Πόντ. (Οἰν.) ἄναυως Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἡ ἀρχ. πρόθ. ἄνευ. Ὁ τύπ. ἄνευα κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -α ἐπιρρ., ὁ δὲ ἄνευως κατὰ τὸ ἀνίσως, δίχως κττ.

Σημασιολογία

Ἄνευ, πλήν, χωρίς, συντασσόμενον μετὰ πτωτικῶν μετὰ ἢ ἄνευ τῆς προθέσεως ἀπὸ ἔνθ’ ἀν.: Ἄναυα ΄πὲ τοῦτο Ἀρτάκ. Ἄναυα ἐμὲν Κερας. Κοτύωρ. Χαλδ. Ἄναυ’ ἀσ’ ἐμέν (ἀσ’ = ἀπὸ) Τραπ. Χαλδ. Ἄναυα ἐκεῖνο ντ’ ἐξἐρτς (ποῦ ἠξεύρεις) αὐτόθ. Ἄναυως ’σ' ἐμένα - ᾿σ᾽ ἀτόνα (’σ’ = ἀπὸ) Ὄφ. || ᾎσμ. Ἀνάθεμα τό χωρίο σ᾿ ἄναυα τὰ εἰκόνας, ἐγὼ θάρ’να τ' ἐμὸν εἶσαι κ’ ἐσὺ ἔσ’νε τῆ χώρας (ἀνάθεμα εἰς τὸ χωριό σου ἐκτὸς τῶν εἰκόνων, ἐγὼ ἐνόμιζα ὅτι εἶσαι ἰδική μου κ᾿ ἐσὺ ἦσο τῶν ξένων) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/