ἀνευχάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνευχάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνευχάριστος ἐπίθ. Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Αἰν. Ἠπίτ. ἀνευκάριστος Κύπρ. ἀφχάριστος ’Αθῆν. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Ζάκ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *εὐχαριστός < εὐχαριστῶ, παρ’ ὃ καὶ φκαριστῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανευχαρίστητος 1, ὃ ἰδ., Κύπρ. Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Αἰν. ᾿Ηπιτ. : ᾿Εγιˬώνυ τοῦ κάμνω οὕλα τὸ ξαρέστιˬα τ’ ἐτεῖνος πάντα ἀνευκάριστος ἔν᾽ (ξαρέστιˬα = ἀρεστὰ) Κύπρ. 2) Ἀνευχαρίστητος 2, ὃ ἰδ., Κύπρ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Ζάκ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Κορινθ.) Πόντ. (Οἰν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA