ἀνευχίαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνευχίαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνευχίαστος ἐπίθ. ἀνευίαστος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) αὐίαστος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *εὐχιˬαστός < εὐχιˬάζω, παρ’ ὃ καὶ εὐζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεγνώσθη εὐχὴ τῆς ἐκκλησίας καθαγιαστική, συνήθως ἐπὶ τῶν ᾠῶν τοῦ Πάσχα: ᾨβά ἀνευίαστα. 2) Ἐκείνη ἐπὶ τῆς ὁποίας δὲν ἀνεγνώσθη εὐχὴ καθαρμοῦ, ἐπὶ τῆς λεχοῦς : Ἡ δεῖνα ἀνευίαστος ἔν᾽ ἀκόμαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/