ἄνεφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνεφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνεφος ἐπίθ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ νέφος. Πβ. καὶ μεσν. ἐπίθ. ἀνεφής.
Σημασιολογία
Ἀνέφελος, ὃ ἰδ.: Γνωμ. Ἡ πέμπτη τοῦ Αὐγούστου ἄνεφος καὶ ὁ Μάις ἄβρεχος (ἂν τὴν 5 Αὐγούστου εἶναι ὁ οὐρανὸς αἴθριος, δὲν θὰ βρέξῃ τὸν ἑπόμενον Μάιον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA