ἀνεφταόρατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεφταόρατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεφταόρατος ἐπίθ. Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. έπιθ. ἑφταόρατος < ἑφτά καὶ ἀόρατος. Διὰ τὴν ἐπανἀληψιν τῆς ἀρνήσεως πβ. ἀνήλιˬος - ἀνανήλιˬος κτλ.
Σημασιολογία
Ὁ γινόμενος ἀόρατος, ὁ ἀστραπιαίως ἐξαφανιζόμενος: ᾿Εγίνηνε ἀνεφταόρατη ἡ βασιλοπούλλα - ἡ κωπέλλα - ἡ σαΐττα (ἐν παραδ. παραμυθ.) Συνών. ἀνεμοκάπνιστος, ἀνήλιˬος, ἄρατος, ἄφαντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA