ἀνεχεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεχεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεχεύω, ἀνουχεύου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνέχε͜ια, παρ’ ὃ καὶ ἀνουχή.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι πτωχός, πτωχύνω: Ἀνόχιψι οὑ κόσμους. 2) Περιπίπτω εἰς ἀφορίαν, δὲν παράγω : ᾿Ανόχιψαν τά χουράφιˬα μας - τά φασούλιˬα μας. Κάθι χρόνου ἀνουχεύ᾽ αὐτει’ ἡ κιρασεˬά. ᾿Ανουχεύ’νι κὶ τὰ κλαριˬὰ πουλλὲς χρουνιˬὲς (δὲν παράγουν καρπούς). Οὕλ’ ἀνουχιμένα εἶνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/