ἀνέψιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνέψιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνέψιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνέψ’ Πόντ. (Κρώμν. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἔψεσα ἀορ τοῦ ρ. ψένω, δι’ ὃ ἰδ. ψἠνω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. Ἀνθ Παπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 37 (1925) 177.

Σημασιολογία

Τὸ μὴ καλῶς ψημένον ἤ βρασμένον ἔνθ’ἀν.: Τὸ φαεῖν ἀνέψ’ ἔν᾽ Χαλδ. Ἀλικὸν κιˬ ἀνέψ’ Κρώμν. Συνών. *ἀκρανέψιν, κάκεψιν. Πβ. ἄνεψος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/