ἄνηθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνηθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσοαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄνηθο τό, ἄνηθον Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.) ἄνηθο κοιν. ἄνηθ-θο Ρόδ. ἄ’θου βόρ. ἰδιώμ. ἄνεθο Κύπρ. ἀνηθρο (Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ 13 <1916/17> 191) ἄνηθος ὃ, Αἴγιν. Κρήτ. - Λεξ. Βυζ. Βλαστ. ἄ’θος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἄ’θους Β.Εὔβ. Θεσς. Σάμ. ἄνηθ-θας Ρόδ. Πληθ. ἀνήθ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄνηθον.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν ἄνηθον (anethum) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ. ἀ.) Πβ. ἀγριάνηθο. 2) ᾿Επιθετικ., ἀδύνατος, ἰσχνός, καχεκτικὸς Κρήτ.: Ἄνηθο πρᾶμα εἶναι. Πολλ᾿ ἄνηθο ᾿ν᾿ τὸ κωπέλλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA