ἀνήκουστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήκουστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήκουστος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀνήκουστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνήκουστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀκουσθείς, πρωτάκουστος, συνήθως ἐπὶ πράγματος κακοῦ ἔνθ’ ἀν. : ’Ανήκουστα πράματα σύνηθ. ᾿Ανήκουστα λόγιˬα λέει Τραπ. || Ποίημ. Νύχτα γεμάτη τρικυμιˬά και ταραχὲς κιˬ ἀντάρες, κρυφὲς κραυγὲς γυρίζουνε κιˬ ἀνήκουστες τρομάρες. ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 79. Συνών. ἀγροίκητος Α 2. Πβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/