ἀνήκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνήκω κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀνήκω.
Σημασιολογία
1) Ἀνάγομαι εἰς. τὴν κυριότητα τινος ἢ εἶμαι κτῆμά τινος (α) ’Επὶ ἐμψύχων: Σοῦ ἀνήκω (λέγει ἡ σύζυγος πρὸς σύζυγον ἣ τἀνάπαλιν). Ἡ γυναῖκα αὐτὴ μοῦ ἀνήκει. (β) ᾿Επὶ ἀψύχων: Μοῦ ἀνήκει ὅ κῆπος - ἡ περιουσία - τ᾿ ἀμπέλι - τὸ σπίτι κττ. Γυρεύεις πρᾶμα ποῦ δὲν σοῦ ἀνήκει. β) Ἀναλογῶ: Τὰ μισὰ ἀνήκουν ᾿ς ἐμένα κοιν. Μην ἔχῃς παράπονο, ὅ,τι σοῦ ἀνηκοῦσε σ’ τὸ ἔδωκα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) 2) Απρος. ἀρμόζει, προσήκει πολλαχ.: ’Σ ἐμένα ἀνήκει νὰ τὸ κάμω νά τὸ πῶ κττ. ’Σ ἐσένα ἀνήκει νὰ σιˬωπᾷς πολλαχ. ᾿Éν τοῦ ἀνήκει νἀ κάμνῃ ἔτσε Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA