ἀνήλιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήλιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήλιˬος ἐπίθ. κοιν. ἀνήλ-λιˬος Κύπρ. ἀνήλιˬους βόρ. ἰδιώμ. ἄνηλιˬος Ρόδ. ἀνηλgιˬος Ρόδ. ἀνανήλιˬος Κύπρ. Οὐδ. ἀνήλ’ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνήλιˬος. Εἰς τὸ ἀνανήλιˬος διπλῆ σύνθεσις τοῦ στερητ ἀ-. Περὶ τοῦ οὐδ. ἀνήλ’ παρὰ τὸ ἀμάρτ. ἀνήλιν ἰδ. ᾿Ανθ. Παπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ. 37 (1925) 167 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἔχων ἥλιον ἢ ὁ μὴ φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Χαδλ.): Δωμάτιˬο – σπίτι - ὑπόγειο ἀνήλιˬο κοιν. Ὁσπι'τ’ ἀνήλ’ Σαντ. || ᾊσμ. Κάτω ’ς τὰ ρούσσιˬα κλήματα τσ᾽ εἰς τοὺς ἀνήλιˬους κάμπους ἐτσεἴ σπέρνει ό λυγερὸς μὲ τ᾿ ὥρα͜ιο του ζευγάρι Χίος Ἔλα νὰ πά’ πηδήσωμε εἰς τοὺς ἀνήλιˬους τόπους αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀνήλιˬος Χίος Ἄνελιˬας Ρόδ. ᾿Ανήλιˬο Χίος ’Ανήλιˬου Ἤπ. Μακεδ. Ἀνήλιˬα Ἄνδρ. Ἤπ. Μακεδ. Ἀνήλιˬες Ἄνδρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχ. Προμ. 453 «ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις»

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/