ἀνημπόρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνημπόρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνημπόρετος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Βωμ. 10 ἀνηbόρετος Κρήτ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνημπόρετος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κατορθωθῇ, ἀκατόρθωτος Κρήτ.: Τὰ ἀνηbόρετα κάνω γιˬὰ νὰ τὸ πετύχω, μὰ δὲ bορῶ. Ἡ σημ. καί μεσν. Πβ. Θυσ. Ἀβραάμ στ. 92 (ÉLegrand Biblioth. 1,229) «νὰ κάμω τ᾿ ἀνημπόρετα σήμερον μπορεμένα». Συνών. ἀδύνατος 3. 2) Ὁ μὴ ἔχων δύναμιν σωματικήν, ἀδύνατος ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανημπόρετος και ὀκνός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/