ἀνημπορεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνημπορεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνημπορεύω Κεφαλλ. Κρήτ Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Χίος κ. ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀνηbορεύω Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἀνημπουρεύου ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σκῦρ. ἀ’bουρεύου Μακεδ. Σάμ. Μέσ. ἀνημπορεύκομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνήμπορος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐλαφρᾶς ἀδιαθεσίας, ἀδιαθετῶ ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ανημπόρεψε λιγάκι κ’ εἶναι ᾿ς τὸ κρεββάτι Χίος ᾿Αλλοι᾽ ἀπὸ ’κεῖνον ποῦ θ᾿ ἀνημπορέψῃ! Καλάβρυτ. Ἀbόριψα τοῦτ᾿ τ᾿ς μέρις νιˬὰ ψ’χούλλα καὶ γιˬ’ αὐτὸ δὲν ἦρθα Αἰτωλ. Εἶχαν ἀ’bουρέψ᾿ τὰ πιδάκιˬα κὶ δὲν πῆγαν 'ς τοὺ σκουλε͜ιὸ αὐτόθ. ᾿Ιβὡ ἀνημπόριψα κ᾿ ’ὲν ἔψησα πιλάβιν (ἐκ παραμυθ.) Λιβύσσ. || ᾎσμ. Την κόρη π᾿ ἀνημπο'ρεψε κρυφὸς καηˬμὸς τὴν τρώει Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀδιαθετῶ, ἀνημποριάζω 1. 2) Μεσ καθίσταμαι σωματικῶς ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν ἕνεκα παθήσεώς τινος ἢ γήρατος Κύπρ.: Ἐγέρασα τιˬ ἀνημπορεύτηκα, ᾽ὲν ἠμπορῶ νὰ δουλε’ψω πκεˬόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA