ἀνημπορία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνημπορία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνημπορία ἡ, Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) ἀνημποριˬὰ Ἰων. (Κρήν.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) Σίφν. - ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωή2 69 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνηbοριˬά Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) Τῆν. ἆνημπουριˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνηbουριˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. Σάμ. ἀνουbοριˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνημπορκὰ Κύπρ. ἀνημπόριˬα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) Θρᾴκ. Κέρκ. Πελοπν. (᾽Αράχ. ᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. Μάν. Οἰν. Τριφυλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Αἰν. ᾿Ηπίτ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀνηbόριˬα Κεφαλλ. ἀνημπούριˬα Μακεδ. ἀνημπόριˬο τό, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,67
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνήμπορος. Περὶ τοῦ ἀνημπόριˬο ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν.
Σημασιολογία
1) Σωματικὴ ἀδυναμία, ἀσθένεια ἔνθ’ ἀν. : Μοῦ ’τυχε μιˬὰ ἀνημπόριˬα ᾿Αρκαδ. Ὁ Θεὸς νὰ μὴ dή δώσῃ ἀθρῶπου τήν ἀνηbοριˬά μου ! Κρήτ. Μεγάλη ἀνηbοριˬὰ ἔχω σήμερο αὐτόθ. Ἀπὸ τὴν ἀνημποριˬά τὰ γόνατά μου εἶναι κομμένα Λεξ. Δημητρ. Ξοδιˬάστηκα ’ς τὴν ἀνημπόριˬα μου Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Κακὸ βάσανο ἡ ἀνημπόριˬα Καλαβρυτ Τί ἀνημπόριˬα εἶν᾿ αὐτὴ δὲ μπουρῶ νά καταλάβου Ζαγόρ. Ἀνουbοριˬὰ καὶ κακὸ νὰ σὄρθῃ! (ἀρὰ) ᾿Απύρανθ. Γνώρισα τῆς ἀνημποριˬᾶς τά κολασμένα βάσανα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀδιαθεσία, ἀνημποριˬασμός͵ ἀρρώστιˬα. 2)’Αδυναμία χρηματική, ἀχρηματία Κύπρ.: Θέλω νὰ χτίσω, ἀμ-μά ἥ ἀνημπορκὰ ᾿ὲν ἀφίν-νει με. Συνών. ἀδεκαρία, ἀναπαραδιά, ἀναργυρία, ἀνασπριˬά, ἀπενταρία, ἀψιλία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA