ἀνημποριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνημποριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνημποριˬάζω Λεξ. Βλαστ. Πρω. (λ. ἀνημπορεύω) Δημητρ. ἀνημποριˬάζ-ζω Σύμ. ἀνουbοριˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνημπορία.

Σημασιολογία

1) Καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἀδιαθεσίαν Ἔνθ’ ἀν.: Ὅσο πάει κιˬ ἀνημποριˬάζει ὸ κακομοίρης Λεξ. Δημητρ. Ἀνημπόριˬασε ἡ ᾿γελάδα αὐτόθ. Μὲ τὸ παραμικρὸ ἀνουbοριˬάζει κιˬ ὅλο ᾿ιˬατροί κιˬ ὅλο ἔξοδα Ἀπύρανθ. Ἀνουbοριˬασμένος ἤτονε καὶ ᾽ι΄νη gαλά, μὰ κρύωσε έναὶ ξανανουbόριˬασε bάλι αὐτόθ. Συνών. ἀδιαθετῶ, ἀνημπορεύω 1. 2) Καθίσταμαι ἀτροφικός, ἐπὶ φυτῶν Λεξ. Δημητρ. : ᾿Ανημπόριˬασαν τά σπαρτά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/