ἀνήμπορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήμπορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήμπορος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀνήμπουρους βόρ. ἰδιώμ ἀνήbορος πολλαχ. ἀνήbουρους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνέμπορος Ἤπ. - Λεξ. Περίδ. ἀνούbορος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνήμπορε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνήμπορος. Τὸ ἀνέμπορος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ σωματικῶς κακῶς ἔχων, ἄτονος, καχεκτικός, ἀδιάθετος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Εἶμαι λιγάκι ἀνήμπορος σήμερα καὶ δὲ βγαίνω ἔξω κοιν. Σὸν ἀνούbορος μοῦ φαίνεσαι! ᾿Απύρανθ. || Ποίημ. Καὶ μ’ ἔκαναν ἀνήμπορο κιˬ ἀδύνατο σὰν τσίρο καὶ οὔτε τὰ ποδάριˬα μου δὲν ἠμπορῶ νὰ σύρω ΓΣουρῆ Ἅπαντ. 2,109. 2) Ὁ ἕνεκα γήρατος ἢ βλάβης σωματικῆς ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν κοιν. καὶ Πόντ.(Χαλδ.): Γέρως κιˬ ἀνήμπορος. Σακάτης κιˬ ἀνήμπορος. Κουτσὸς κιˬ ἀνήμπορος. Πο͜ιὸς τὸν λογαριˬάζει τὸν ἀνήμπορο! κοιν. || Ποίημ.᾿Εγὼ εἶμαι τῆς ζωῆς ὁ ἀνήμπορος ὁ μέγας ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 26. 3) ᾿Εν γένει, ἀνίκανος πολλαχ.: Ἀνήμπορο κορίτσι πολλαχ. ᾿Ανήμπορος νὰ κάνῃ κακὸ κἀνενὸς Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA