ἀνήξερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήξερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνήξερα ἐπιρρ Ζάκ κ. ἀ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνήξερος. Ἡ λ. καὶ ἐν χειρογρ. τοῦ 1703.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τίς τι, ἐν ἀγνοίᾳ. ἔνθ’ ἀν.: Καλά, κουμπάρε μου, μετὰ χαρᾶς σου, τοῦ εἴπανε ἐκεῖνοι ἀνήξερα (ἐκ διηγ.) Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA