ἀνήξερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήξερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνήξερος ἐπίθ. ἀνήξευρος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνήξερος κοιν. ἀνήξιρους βόρ. ἰδιώμ. ἀνέξερος Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀνέφσερο Ἀπουλ. ᾿νάφσερο ᾿Απουλ. (Καλημ.) ἄξευρος Ρόδ. ἄξιρους Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀνήξευρος. Οἱ τύπ. ἄξευρος-ἀξερος ἐκ τοῦ ξεύρω-ξέρω παρὰ τὸ παλαιὸν ἠξεύρω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ γνωρίζων τι, ὁ ἀγνοῶν, ἀδαὴς κοιν. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Φρ. Κάνει τὸν ἀνήξερο (ὑποκρίνεται τὸν ἀγνοοῦντα. Συνών. φρ. κάνει τὸν ἀκάτεχο) κοιν. || Παροιμ. Τ᾿ ἄσπρα κάνουν τὸν ἀκριβὸ φτηνό, τὸ γέρω παλληκάρι, κάνουν καὶ τὸν ἀνήξερο νὰ ξέρῃ πᾶσα χάρι (ἐπι τῆς παντοδυναμίας τοῦ χρήματος) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 293,129. || ᾎσμ. ᾿΄Εχω παιδιˬὰ ἀνήξερα κιˬ ἄμαθ’ ἀπὸ ντουφέκι ᾿΄Ηπ. – Ποίημ. Καὶ τῶν ἀνήξερων ἡ ὀργὴ τριγῦρο μου βογγοῦσε ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 118. Συνών. ἀκάτεχος 2, ἄμαθος 1, ἀντίθ. κατεχάρις. β) Ὁ μὴ ἔχων πεῖραν τῶν τοῦ κόσμου, ἄπειρος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἀνήξερος τοῦ κόσμου σύνηθ. Εἶναι ἀνήξερος ἀπὸ τέτο͜ια πράματα. Ἐπαρχιωτοποὑλλα ἀνήξερη σύνηθ. Εὕρανε με ἀνέξερον παιδὶν κ᾽ ἐκόμπωσανε με Χαλδ. || ᾎσμ. Σὺ εἶσαι μικρὸν τιˬ ἀνήξερον, ἀάπην ᾿ὲν ἠξέρεις Κύπρ. Συνών. ἄβγαλτος Β 1 γ, ἀμάθητος 2, ἄμαθος 1, ἀξέβγαλτος. 2) Ἀνύποπτος Μῆλ. Ἐκεῖ ποῦ πάαινα ἀνήξερος, θωρῶ ἕνα θεριˬό. Συνών. ἀνέννο͜ιος 2, ἀντίθ. ἀνέμπιστος. Πβ. ἀνίδεος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA