ἀνήσυχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνήσυχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνήσυχα ἑπίρρ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνήσυχος.
Σημασιολογία
Μετ᾿ ἀνησυχίας: Τὸ παιδὶ κοιμᾶται ἀνήσυχα κοιν. || ᾎσμ. Καὶ σταυροπόδι κάθουdαι ’ς τὰ πράσινα μεdέριˬα καί κοbολόγι τρίβοdας ἀνήσυχα ’ς τὰ χέριˬα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA