ἀνησυχία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνησυχία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀνησυχία ἡ, λογ κοιν. ἀνεσυχία Χίος (Νένητ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν οὐσ. ἀνησυχία.
Σημασιολογία
1) Ταραχή, θόρυβος λόγ. κοιν.: Ἀνησυχία μεγάλη κάμνουν αὐτὰ τὰ παιδιˬά. β) Κίνησις στασιαστικὴ λόγ. σύνηθ.: ᾿Ανησυχία ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος. ᾿Ανησυχίες πάλι ᾿ς τὸ στρατό. 2) Στενοχωρία σωματικὴ λόγ. κοιν.: Χτὲς τὸ βράδυ ὁ ἄρρωστος εἶχε μεγάλη ἀνησυχία. 3) Ψυχικὴ ταραχή, ἀδημονία, λόγ. κοιν. : Ἔμαθα πῶς ἔγινε σεισμὸς ’ς τὸ χωριˬό μου κ’ ἔχω μεγάλη ἀνησυχία γιˬά τοὺς δικούς μου. Ἀντίθ. ἡσυχία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA