ἀνήσυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνήσυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνήσυχος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀνήσυχο Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀνήσυχος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ μένων ἥσυχος, ὁ διαρκῶς κινούμενος, λέγων ἢ πράττων τι λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων.: Κορίτσι - παιδὶ ἀνήσυχο. Τί ἀνήσυχος ποῦ εἶσαι! λόγ. κοιν. || Φρ. Μάτιˬα ἀνήσυχα (βλέμματα δηλοῦντα διὰ τῶν κινήσεων καὶ τῆς ἐκφράσεως καθόλου ἀνησυχίαν) σύνηθ. 2) Ὁ ἔχων σωματικὴν ἀγωνίαν λόγ. κοιν. : Χτὲς τὸ βράδυ ὀ ἄρρωστος ἦταν ἀνήσυχος. 3) Ὁ εὑρισκόμενος ἐν ταραχῇ ψυχικῇ, ὁ ἀδημονῶν λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) Τσακων.: Δὲν πῆρα γράμμα ἀπὸ τὸ γιˬό μου κ’ εἶμαι ἀνήσυχος λόγ. κοιν. Ἀντίθ. ἥσυχος. Πβ. ἀνησύχαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/