ἀνησυχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνησυχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνησυχῶ λόγ. κοιν. ἀνεσυχῶ Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνήσυχος.
Σημασιολογία
Μετβ. προκαλῶ ταραχήν, ταράττω τὴν ἡσυχίαν, γεννῶ ἀνησυχίαν λόγ. κοιν. : Αὐτὸ τὸ παιδὶ κάθε λίγο μᾶς ἀνησυχεῖ Ἡ ἀρρώστιˬα του μᾶς ἀνησυχεῖ λόγ. κοιν. Συνών. ἀνησυχάζω. Καὶ ἀμβτ. εὑρίσκομαι ἐν ψυχικῇ ταραχῇ λόγ. κοιν.: Ἔχω καιρὸν νὰ πάρω γράμμα κιˬ ἀνησυχῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA