ἀνηφόρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνηφόρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀνηφόρα ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Ὀξύλιθ. κ. ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀνηφούρα Κωνπλ. ᾿νηφόρα Κύθν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνηφόρι κατὰ τύπον μεγεθυντικόν.

Σημασιολογία

Ὁδὸς ἄγουσα πρὸς τὰ ἀνω, ὁδὸς ἀνωφερής, ἀνωφέρεια ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι μιˬὰ ἀνηφόρα ! Κύθηρ. || Φρ. Αὐτὸς πῆρε τὴν ἀνηφόρα (ἤρχισε νὰ πλουτῇ) Λακων. Συνών. ἀναβάλλουσα 2, ἀναβολάρις 1, ἀναβόλασμα 1, ἀναβόλεμα 1, *ἀναβουνιˬά, ἀνεβατὸ (ἰδ. ἀνεβατὸς Β5) ἀνηφόρι, ἀνηφοριˬά 1, ἀνήφορος, ἀντίθ. κατηφόρα, κατηφόρι, κατηφοριˬά, κατήφορος, χῦμα, χύτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/