ἀνηφοριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνηφοριˬάζω
Τυπολογία
ἀνηφοριˬάζω Λεξ. Δημητρ. ἀ᾿φουριˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνηφοριˬά.
Σημασιολογία
1) Μετβ. ἀναβαίνω τὸν ἀνήφορον Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀ’φόριˬασι οὑ λαός, ρίξ’ τ᾿ τώρᾳ μι᾽ τοὺ τ᾿φέκ᾿ (λαός = λαγός). ᾿Α᾿φουριˬάζ᾽ τό μ᾿πλάρ’ ἰδῶ, ἀφ᾽ του νὰ παρ᾽ τ᾿ν ἀνάσα τ᾿. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνηφορεύω. 2) ᾿Αμβτ. εἶμαι ἀνωφερὴς Στερελλ.(Αἰτωλ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἀποκεῖ καὶ πέρα ό δρόμος ἀνηφοριˬάζει Λεξ. Δημητρ. ᾿Α’φουριˬάζ’ πουλὺ τοῦ μέρους ᾿κεῖνου κὶ γιὰ νὰ πιρπατάῃς ἔπριπι νὰ κουντανασαί’ς Αἰτωλ. Συνών. ἀνηφορίζω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA