ἀνηφοριˬαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνηφοριˬαστὸς
Τυπολογία
ἀνηφοριˬαστὸς ἐπίθ. Ἤπ. ἀ’φουριˬαστός Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ρ. ἀνηφοριˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀνηφοριˬακός, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν. : ᾿Αλφαδιˬάσαμαν τ᾿ αὐλάκι καὶ τὸ βρήκαμαν ᾿ς ἕνα μέρος ἀνηφοριˬαστό ἀντὶ κατηφοριˬαστὸ Ἤπ. Κιˬουτεύ’ τὸ μ᾽πλάρ’ γιˬὰ νὰ πιρά’ τοὺ γιˬουφύρ’, εἶνι πουλὺ ἀ’φουριˬαστό (κιˬουτεύ’ = δειλιᾷ, φοβεῖται) Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA