ἀνηφοριστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνηφοριστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνηφοριστὸς ἐπίθ. Ἤπ. ἀ’φουριστός Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀνηφορητός ΚΘεοτόκ. Γεωργ. Βιργιλ. 11 ἀνεφορετὸς Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνηφορίζω, παρ' ὃ καὶ ἀνηφορῶ, ὅθεν τὸ ἀνηφορητός.

Σημασιολογία

’Ανηφορικός, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Δὲ μπουρῶ νὰ πιρβατήσου, γιˬατ᾿ εἶν᾽ ἀ’φουριστός οὑ δρόμους Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/