ἄνθη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνθη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἄνθη ἡ, Θεσσ. ἄνθ᾿ Μακεδ. (Βελβ. Καστορ.) ἀθή Θρᾴκ. (Τσανδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ᾶρχ. οὐσ. ἄνθη.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄνθησις Μακεδ. (Καστορ.): ’Σ τὴν ἄνθ’ (κατὰ τὴν ἄνθησιν). 2) Τὸ σύνολον τῶν ἀνθέων δένδρου τινὸς Θεσσ. Μακεδ. (Βελβ.): Πέφτ’ ἡ ἄνθ’ ἀπανουθεˬό τ᾽ Βελβ. 3) Τὸ ἐκλεκτότερον μέρος πράγματός τινος Μακεδ.(Βελβ.) Συνών. ἀθέρας Α4, ἀνθί ἄνθος. β) Τὸ λεπτότερον ἄλευρον Θρᾴκ. (Τσανδ): Πῆρα την ἀθή γιˬὰ νὰ κάμω τὴν πίττα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA