ἀνθόγαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθόγαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθόγαλα τό, σύνηθ. ἀθόγαλα ᾿Αντικύθ. Πόντ. (Ὄφ.) Σίφν. κ. ἁ. ἀθόγαλαν Πόντ. (Τραπ.) ’θόγαλαν Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνθόγαλου Ἤπ. (Κούρεντ.) ἀθόγαλον Πόντ. (᾿Αμισ.) ἀθόγαλο Κρήτ. Κύθηρ. ἀθόγαλος ὁ, Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνθος καὶ γάλα. Ὁ τύπ. ἀθόγαλον καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)᾿Αφρώδης καὶ λιπαρὰ οὐσία σχηματιζομένη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ γάλακτος πρὸ τοῦ βρασμοῦ Κύθηρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. ᾿'Οφ. Νικόπ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἔλειψεν τὰ τζιτζία ᾿τ᾽ς ᾿θόγαλαν κ᾽ ἐένταν καλὰ (ἤλειψε τοὺς μαστούς της ἀνθόγαλα καὶ ἔγιναν καλὰ) Κοτύωρ. Χαλδ. 2) Λιπώδης ἐπίπαγος σχηματιζόμενος μετὰ τὸν βρασμὸν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ γάλακτος, ἀρχ. γραῦς σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ.): Τὸ γάλα σήμερα ἔκαμε πολὺ ἀνθόγαλα σύνηθ. Συνών. ἄμυλο 2, ἄνθος 2, ἀφρόγαλα, καιˬμάκι, τσίπα. β) Τὸ ἐπὶ τοῦ ὀξυγάλακτος σχηματιζόμενον λιπῶδες ἐπίστρωμα Πόντ. (Ἀμισ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA