ἀνθογομαράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθογομαράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθογομαράκι τό, Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνθος καὶ γομαράκι.
Σημασιολογία
Παιδιὰ καθ’ ἣν οἱ παῖκται ὗπερπηδοῦν δι’ ἀνοικτῶν σκελῶν ἕνα ἐξ αὐτῶν κόπτοντα στηρίζοντες τὰς χεῖρας ἐπὶ τῶν νώτων αὐτοῦ. Πβ. ἀβγάτα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA