ἀνθογυˬάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθογυˬάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθογυˬάλι τό, ΓΜαρκορ. ἐν Ἔφημ. Νέον Φῶς 23 Σεπτεμβρ 1935 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθος καὶ γυˬαλί.

Σημασιολογία

Ἀνθοδοχεῖον ὑάλινον ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Τὰ ξωτικά, τὰ θαμαστά λουλούδιˬα δὲν τὰ θωρεῖς ’ς τ’ ἀρχοντικά ἀνθογυˬάλιˬα; ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀνθοδοχεῖο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/