ἀνθοκλάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοκλάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθοκλάδι τό, ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 12 ΜΤσιριμώκ. Σονέττ. 25 - Λεξ. Βλαστ. ἀνθόκλαδο ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 68 - Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνθος καὶ κλαδί.
Σημασιολογία
Κλάδος ἀνθισμένος ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. ᾎ, κιˬ ἂς εἶστε, ἀνθοκλαδιˬα, | τοῦ ματιˬοῦ μιὰ γεˬορτή, ’ς τὰ κλαδιˬὰ χτίζει τ᾽ἄδε͜ια τὴ | φωλεˬά μιˬὰ ψυχὴ ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 12 Ὅσα λέν τῶν ματιˬῶν φιλε͜ιά καὶ χάδιˬα καὶ χαμώγελα κιˬ ὄψι χαρωπή, μιˬᾶς ἄδολης ἀγάπης ἀνθοκλάδιˬα δὲν μπορεῖ τὸ τραγούδι νὰ τὰ πῇ ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὸ ἴδιο ἀπάνω ἆνθόκλαδο | τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο ἀχόρταγος ὁ πόθος δέν σᾶς ἀνταριˬάζει; ΚΠαλαμ. Ἀσαλ. ζωή2 68 Συνών. ἀνθοκλώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA